- βόλισμα
- το мор. глубина по лоту
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βόλισμα — το το αποτέλεσμα της βυθομέτρησης με βολίδα, επομένως ο αριθμός που σημειώνεται στους ναυτικούς χάρτες και δηλώνει το βάθος: Σ αυτό το σημείο η θάλασσα έχει βόλισμα 1.200 μ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βόλισμα — το [βολίζω] το αποτέλεσμα της βυθομέτρησης με βολίδα … Dictionary of Greek